ιστοριοδιφικός

ιστοριοδιφικός
-ή, -ό [ιστοριοδίφης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστοριοδίφη.
επίρρ...
ιστοριοδιφικώς και -ά
με ιστοριοδιφικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιστοριοδιφικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστοριοδίφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”